υπερκόπωση

υπερκόπωση
η, Ν
1. υπέρμετρη κόπωση
2. ιατρ. το σύνολο τών διαταραχών που οφείλονται στην επαναλαμβανόμενη κόπωση τών οργάνων τού σώματος, κάματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + κόπωση. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερκόπωσις, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπερκόπωση — η 1. η πολύ μεγάλη κούραση. 2. η εξάντληση των σωματικών δυνάμεων από την υπερκόπωση: Έπαθε υπερκόπωση και πήγε στο γιατρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεροπόρος — Ο χειριστής αεροπλάνου. Επίσης, εκείνος που ανήκει στο σώμα της αεροπορίας. νόσος των α. Ασθένεια των χειριστών των αεροπλάνων. Οφείλεται σε υπερκόπωση εξαιτίας συνεχών και δύσκολων πτήσεων. Εκδηλώνεται με αδυναμία, έντονη υπνηλία, τρέμουλο των… …   Dictionary of Greek

  • αποκάμωμα — το κ. αποκαμωμάρα, η 1. καταπόνηση, υπερκόπωση 2. ηθική εξάντληση, απελπισία …   Dictionary of Greek

  • κλονίζω — (AM κλονίζω) σείω, τραντάζω, προκαλώ, απώλεια σταθερότητας («ολόκληρο το σπίτι κλονίστηκε από τον σεισμό») νεοελλ. μτφ. 1. προκαλώ δισταγμούς ή ενδοιασμούς ή αμφιβολίες σε κάποιον (α. «η τελευταία του αποτυχία τού κλόνισε την αυτοπεποίθηση» β. «η …   Dictionary of Greek

  • υδατάρθρωση — η, Ν ιατρ. νόσος τών αρθρώσεων, που οφείλεται σε υπερκόπωση και κατά την οποία παρατηρείται υπερέκκριση και συσσώρευση αρθρικού υγρού μέσα στους αρθρικούς θύλακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + άρθρωση] …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπόταση — (Ιατρ.). Η πτώση της αρτηριακής πίεσης κάτω από το φυσιολογικό, κάτω δηλαδή από τα 10 εκ. στήλης υδράργυρου. Παρατηρείται σε άτομα που υποφέρουν από κάποια σοβαρή ασθένεια, σε καχεκτικούς, αλλά και σε φυσιολογικούς ανθρώπους μετά από σωματική ή… …   Dictionary of Greek

  • φωνασθενία — και φωνασθένεια, η, Ν ιατρ. λειτουργική διαταραχή τής φωνής, που εκδηλώνεται με την εξασθένησή της, οφείλεται σε υπερκόπωση τών φωνητικών οργάνων και παρατηρείται κυρίως σε άτομα με επαγγελματική καταπόνηση τής φωνής τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ …   Dictionary of Greek

  • Κάνινγκ, Τζορτζ — (George Canning, Λονδίνο 1770 – 1827). Άγγλος πολιτικός. Ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας και ανατράφηκε από έναν θείο του, φανατικό Ουίγο, γεγονός που του προσέδωσε τη φήμη ιακωβίνου και αντιαριστοκράτη· οι υπερβολές, όμως, της Γαλλικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”